λαμπτήρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λαμπτήρ οἱ λαμπτῆρες
      γενική τοῦ λαμπτῆρος τῶν λαμπτήρων
      δοτική τῷ λαμπτῆρ τοῖς λαμπτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν λαμπτῆρ τοὺς λαμπτῆρᾰς
     κλητική ! λαμπτήρ λαμπτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαμπτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  λαμπτήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαμπτήρ < λάμπ(ω) + -τήρ [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: (καθαρεύουσα) λαμπτήρ νέα ελληνικά: λαμπτήρας

Ουσιαστικό

λαμπτήρ, -ῆρος αρσενικό

  1. σχάρα ή σκεύος όπου καίγονταν δάδες ξύλου για το φωτισμό των δωματίων
  2. πυρσός, φανός
  3. συνώνυμο του λαμπάς

Συγγενικά

με θέμα λαμπ-τ-

  • Λαμπτήρια (ουδέτερο, πληθυντιικός)
  • λαμπτηροκλέπτης
  • λαμπτηρουχία
  • λαμπτηροφόρος
  • Λαμπτραί (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) για την ετυμολογική του αρχή
  • Λαμπτρεύς (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  • λαμπτρίς

 και δείτε τη λέξη λάμπω

Αναφορές

  1. s.v. «λάμπω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.