λατερνατζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λατερνατζής οι λατερνατζήδες
      γενική του λατερνατζή των λατερνατζήδων
    αιτιατική τον λατερνατζή τους λατερνατζήδες
     κλητική λατερνατζή λατερνατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λατερνατζής < λατέρνα + -ατζής

Ουσιαστικό

λατερνατζής αρσενικό

  • (επάγγελμα, μουσική) ο πλανόδιος μουσικός που παίζει τη λατέρνα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.