λατερνατζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λατερνατζής | οι | λατερνατζήδες |
| γενική | του | λατερνατζή | των | λατερνατζήδων |
| αιτιατική | τον | λατερνατζή | τους | λατερνατζήδες |
| κλητική | λατερνατζή | λατερνατζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
λατερνατζής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.