προσκολλώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσκολλώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσκολλῶ συνηρημένος τύπος του ρήματος προσκολλάω

Ρήμα

προσκολλώ (παθητική φωνή: προσκολλώμαι)

  1. (σπάνιο, λόγιο) ενώνω, κολλώ ένα σώμα με ένα άλλο
  2. (στρατιωτικός όρος) τοποθετώ προσωρινά στρατιώτη ή στρατιώτες σε κάποιο στρατιωτικό τμήμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.