ζυμαρικά
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ζυμαρικά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ζυμαρικό
- ειδική κατηγορία τροφίμων στην οποία περιλαμβάνονται μακαρόνια, χυλοπίτες κ.ά., διακρίνονται σε κοντά, μακριά και γεμιστά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.