ζυμαρικά

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ζυμαρικά ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ζυμαρικό
  2. ειδική κατηγορία τροφίμων στην οποία περιλαμβάνονται μακαρόνια, χυλοπίτες κ.ά., διακρίνονται σε κοντά, μακριά και γεμιστά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.