λαμπρό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λαμπρό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λαμπρός
Πηγές
- Δεληγιάννης, Β. (1934-35). "Γλωσσάριο του Δογάν-Κιοϊ-Μαλγάρων". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. σελ. 143-146.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.