λίτρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λίτρα | οι | λίτρες |
| γενική | της | λίτρας | των | λιτρών |
| αιτιατική | τη | λίτρα | τις | λίτρες |
| κλητική | λίτρα | λίτρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λίτρα < μεσαιωνική ελληνική λίτρα < αρχαία ελληνική λίτρα
Μεταφράσεις
λίτρα
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- λίτρα < αρχαία ελληνική
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | λίτρᾱ | αἱ | λίτραι |
| γενική | τῆς | λίτρᾱς | τῶν | λιτρῶν |
| δοτική | τῇ | λίτρᾳ | ταῖς | λίτραις |
| αιτιατική | τὴν | λίτρᾱν | τὰς | λίτρᾱς |
| κλητική ὦ! | λίτρᾱ | λίτραι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λίτρᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λίτραιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λίτρα < → λείπει η ετυμολογία Συγγενές με το (λατινικά) libra
Ουσιαστικό
λίτρα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.