λίτρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λίτρο τα λίτρα
      γενική του λίτρου των λίτρων
    αιτιατική το λίτρο τα λίτρα
     κλητική λίτρο λίτρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λίτρο < λίτρον

Ουσιαστικό

λίτρο ουδέτερο

  • μονάδα μέτρησης όγκου συνήθως υγρών σωμάτων, ίση προς το ένα χιλιοστό του κυβικού μέτρου. Συμβολίζεται συχνά ως lt ή L

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.