γραμμάριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γραμμάριο τα γραμμάρια
      γενική του γραμμαρίου
& γραμμάριου
των γραμμαρίων
    αιτιατική το γραμμάριο τα γραμμάρια
     κλητική γραμμάριο γραμμάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γραμμάριο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γραμμάριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.