ουγγιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουγγιά οι ουγγιές
      γενική της ουγγιάς των ουγγιών
    αιτιατική την ουγγιά τις ουγγιές
     κλητική ουγγιά ουγγιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ουγγιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική οὐγγία/οὐγκία με συνίζηση < λατινική uncia[1] < unus

Προφορά

ΔΦΑ : /uŋˈɟa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ουγγιά

Ουσιαστικό

ουγγιά θηλυκό

  • (μονάδα μέτρησης) μάζας κυρίως για την μέτρηση του χρυσού και αντιστοιχεί σε 1/12 ή 1/16 της ευγενούς ή κοινής λίβρας αντιστοίχως (31,10 ή 28,32 γραμμάρια)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.