ουγγιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ουγγιά | οι | ουγγιές |
| γενική | της | ουγγιάς | των | ουγγιών |
| αιτιατική | την | ουγγιά | τις | ουγγιές |
| κλητική | ουγγιά | ουγγιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ουγγιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική οὐγγία/οὐγκία με συνίζηση < λατινική uncia[1] < unus
Προφορά
- ΔΦΑ : /uŋˈɟa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ουγ‐γιά
Ουσιαστικό
ουγγιά θηλυκό
-
ουγγιά στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- ουγγιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.