μόδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μόδι τα μόδια
      γενική του μοδιού των μοδιών
    αιτιατική το μόδι τα μόδια
     κλητική μόδι μόδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μόδι < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική / μόδιν / μόδιον < (ελληνιστική κοινή) μόδιος < λατινική modius < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *med- (μέτρο)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmo.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μόδι

Ουσιαστικό

μόδι ουδέτερο [2]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μόδιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.