λάστιχο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λάστιχο | τα | λάστιχα |
| γενική | του | λάστιχου | των | λάστιχων |
| αιτιατική | το | λάστιχο | τα | λάστιχα |
| κλητική | λάστιχο | λάστιχα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό

λάστιχο (6)
λάστιχο ουδέτερο
- υλικό το οποίο προέρχεται από φυσικό ή συνθετικό καουτσούκ
- γενική ονομασία για αντικείμενο που είναι κατασκευασμένο από λάστιχο (1)
- στρογγυλό αντικείμενο από λάστιχο (1) που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί, μάλλον προσωρινά, άλλα αντικείμενα
- εξάρτημα της ρόδας οχημάτων
- (μεταφορικά) το σκασμένο ή ξεφουσκωμένο λάστιχο (4) αυτοκινήτου
- σωληνοειδές αντικείμενο που χρησιμοποιείται στη μεταφορά νερού και χρησιμοποιείται κυρίως για πότισμα ή πλύσιμο
- τμήμα ρούχου που περιέχει λάστιχο (1) και έχει ελαστική συμπεριφορά
- είδος πλέξης που δημιουργεί ελαστική συμπεριφορά στο συγκεκριμένο σημείο του πλεχτού
- πουλόβερ με λάστιχο
- (μεταφορικά) το προφυλακτικό
Εκφράσεις
- με πιάνει λάστιχο, παθαίνω λάστιχο: μου σκάει ή ξεφουσκώνει το λάστιχο του αυτοκινήτου
Συγγενικά
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
.jpg.webp)
