προφυλακτικό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προφυλακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προφυλακτικός < ελληνιστική κοινή προφυλακτικός < αρχαία ελληνική προφυλάσσω < πρό + φυλάσσω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική préservatif[1] [2])
Ουσιαστικό
προφυλακτικό ουδέτερο
- ελαστικό κάλυμμα, συνήθως φτιαγμένο από λατέξ ή πολυουρεθάνη, που τοποθετείται στο αρσενικό γεννητικό όργανο πριν από τη σεξουαλική επαφή, για να προστατεύσει από τις σεξουαλικώς μεταδιδόμενες ασθένειες και την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
προφυλακτικό
- αιτιατική ενικού του προφυλακτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του προφυλακτικός
- προφυλακτικό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προφυλακτικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.