λαστιχένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λαστιχένιος | η | λαστιχένια | το | λαστιχένιο |
| γενική | του | λαστιχένιου | της | λαστιχένιας | του | λαστιχένιου |
| αιτιατική | τον | λαστιχένιο | τη | λαστιχένια | το | λαστιχένιο |
| κλητική | λαστιχένιε | λαστιχένια | λαστιχένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λαστιχένιοι | οι | λαστιχένιες | τα | λαστιχένια |
| γενική | των | λαστιχένιων | των | λαστιχένιων | των | λαστιχένιων |
| αιτιατική | τους | λαστιχένιους | τις | λαστιχένιες | τα | λαστιχένια |
| κλητική | λαστιχένιοι | λαστιχένιες | λαστιχένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /la.stiˈçe.ŋos/
- {[συλλ|λα|στι|χέ|νιος}}
Επίθετο
λαστιχένιος, -α, -ο
- που είναι φτιαγμένος από λάστιχο
- που είναι ευλύγιστος σαν το λάστιχο
- ↪ το λαστιχένιο κορμί του ακροβάτη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.