λαστιχάκι

Νέα ελληνικά (el)

λαστιχάκια (2)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαστιχάκι τα λαστιχάκια
      γενική
    αιτιατική το λαστιχάκι τα λαστιχάκια
     κλητική λαστιχάκι λαστιχάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαστιχάκι < λάστιχο + κατάληξη υποκοριστικού -άκι

Ουσιαστικό

στο σχήμα, με τον αριθμό 3, υποδεικνύεται το λαστιχάκι (3) σε βαλβίδα ροής

λαστιχάκι ουδέτερο

  1. μικρό λάστιχο
  2. (ειδικότερα) το μικρό λάστιχο που χρησιμοποιείται για συγκράτηση
  3. (ειδικότερα) μικρό, στρογγυλό εξάρτημα του μηχανισμού βρύσης ή άλλης υδραυλικής σύνδεσης που αποτελείται από λάστιχο
    αν σφίγγεις πολύ τη βρύση χαλάει το λαστιχάκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.