tire
Αγγλικά (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | tire |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | tires |
| αόριστος | tired |
| παθητική μετοχή | tired |
| ενεργητική μετοχή | tiring |
tire (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κουράζω κάτι ή κάποιον άλλο· κουράζομαι
- ↪ This child tires me.
- Με κουράζει αυτό το παιδί.
- ↪ This child tires me.
Συνώνυμα
- knacker (αργκό, βρετανικά αγγλικά)
- tucker (αργκό, αμερικανικά αγγλικά)
Παράγωγα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.