tire

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
tire tires

tire (en) (ΗΠΑ), (Καναδάς) ή tyre (ΗΒ), (Αυστραλία)

  1. το λάστιχο, το ελαστικό ενός τροχού
    My car has a flat tire.
    Tο αυτοκίνητο μου έχει ένα σκασμένο λάστιχο.
  2. (αρχική σημασία) η μεταλλική επένδυση γύρω από έναν ξύλινο τροχό
  3. (παρωχημένο) ένδυση

Ρήμα

ενεστώτας tire
γ΄ ενικό ενεστώτα tires
αόριστος tired
παθητική μετοχή tired
ενεργητική μετοχή tiring

tire (en)

Συνώνυμα

Παράγωγα

Συγγενικά

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
tire tires

Ουσιαστικό

tire (fr) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.