κώδωνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κώδωνας | οι | κώδωνες |
| γενική | του | κώδωνα | των | κωδώνων |
| αιτιατική | τον | κώδωνα | τους | κώδωνες |
| κλητική | κώδωνα | κώδωνες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κώδωνας < αρχαία ελληνική κώδων
Ουσιαστικό
κώδωνας αρσενικό
- (λόγιο) κουδούνι
- γυάλινο σκεύος με ημισφαιρικό σχήμα, που χρησιμοποιείται συνήθως σε χημικό εργαστήριο
Εκφράσεις
- κρούω τον κώδωνα του κινδύνου: προειδοποιώ για επικείμενη επικίνδυνη κατάσταση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.