κώδωνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κώδωνας οι κώδωνες
      γενική του κώδωνα των κωδώνων
    αιτιατική τον κώδωνα τους κώδωνες
     κλητική κώδωνα κώδωνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κώδωνας < αρχαία ελληνική κώδων

Ουσιαστικό

κώδωνας αρσενικό

  1. (λόγιο) κουδούνι
  2. γυάλινο σκεύος με ημισφαιρικό σχήμα, που χρησιμοποιείται συνήθως σε χημικό εργαστήριο

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.