προειδοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προειδοποιώ < προ- + ειδοποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική avertiravance)

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.i.ðo.piˈo/

Ρήμα

προειδοποιώ (παθητική φωνή: προειδοποιούμαι, μτχ.π.π.: προειδοποιημένος)

  • ειδοποιώ κάποιον για κάτι αρνητικό που θα συμβεί ή ενδέχεται να συμβεί στο μέλλον
    1. γνωστοποιώ σε κάποιον έναν μελλοντικό κίνδυνο
    2. απειλώ κάποιον με τις συνέπειες που πιθανόν θα έχουν οι πράξεις του ώστε να τον αποτρέψω από αυτές

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.