αμφορέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αμφορέας | οι | αμφορείς |
| γενική | του | αμφορέα & αμφορέως |
των | αμφορέων |
| αιτιατική | τον | αμφορέα | τους | αμφορείς |
| κλητική | αμφορέα | αμφορείς | ||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αττικός μελανόμορφος αμφορέας (περ. 510 π.Χ.) με παράσταση του Αχιλλέα και του Αίαντα
Ετυμολογία
- αμφορέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμφορεύς → δείτε τις λέξεις ἀμφί και φέρω
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɱ.foˈɾe.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αμ‐φο‐ρέ‐ας
Ουσιαστικό
αμφορέας αρσενικό
- (κεραμική, αρχαιολογία) είδος κλειστού αγγείου με δύο λαβές για την αποθήκευση και μεταφορά υγρών
Συγγενικά
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.