κύπελλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | κύπελλον | τὰ | κύπελλᾰ |
| γενική | τοῦ | κυπέλλου | τῶν | κυπέλλων |
| δοτική | τῷ | κυπέλλῳ | τοῖς | κυπέλλοις |
| αιτιατική | τὸ | κύπελλον | τὰ | κύπελλᾰ |
| κλητική ὦ! | κύπελλον | κύπελλᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυπέλλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κυπέλλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κύπελλον < υποκοριστικό του κύπη < ΙΕ ρίζα * κυπ-
Ουσιαστικό
κύπελλον ουδέτερο
Συνώνυμα
- δέπας
- σκύφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.