κόσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κόσα | οι | κόσες |
| γενική | της | κόσας | — | |
| αιτιατική | την | κόσα | τις | κόσες |
| κλητική | κόσα | κόσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- (εργαλείο) κόσα < σλαβικής προέλευσης *kosa (συγκρίνετε: βουλγαρική косá, σλαβομακεδονική кóса, πολωνική kosa, κάτω σορβική kósa, ρωσική косá, σερβική ко̀са/kòsa, σλοβακική kosa, τσεχική kosa, κτλ.)
- (γλώσσα) κόσα < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
Ουσιαστικό
κόσα
- (γλώσσα) η γλώσσα Xhosa που μιλιέται στη Νότια Αφρική
- ≈ συνώνυμα: ξόσα
- κωδικός γλώσσας: xh
- Κατηγορία:Γλώσσα κόσα
-
κόσα (γλώσσα) στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
γλώσσα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
