δρεπάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δρεπάνι τα δρεπάνια
      γενική του δρεπανιού των δρεπανιών
    αιτιατική το δρεπάνι τα δρεπάνια
     κλητική δρεπάνι δρεπάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δρεπάνι (μικρότερο) και κόσα (μεγαλύτερο)

Ετυμολογία

δρεπάνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δρεπάνι(ν) < ελληνιστική κοινή δρεπάνιον < υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική δρέπανον

Προφορά

ΔΦΑ : /ðɾeˈpa.ni/

Ουσιαστικό

δρεπάνι ουδέτερο

  • δρεπάνη (θηλυκό)

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.