scythe
Αγγλικά
(en)
Ετυμολογία
scythe
<
(
κληρονομημένο
)
μέση αγγλική
sythe
Προφορά
ΔΦΑ
: /
sʌɪð
/
Ουσιαστικό
scythe
(en)
(
αγροτικό εργαλείο
)
κόσα
, μακρύ
δρεπάνι
(
στη λαϊκή παράδοση
) το κρατάει ο
χάρος
διότι με αυτό θερίζει τις ψυχές
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.