βένδα
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
βένδα άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- γλώσσα που μιλιέται στη Νότια Αφρική.
Μεταφράσεις
βένδα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.