γαλλικό κόρνο

Νέα ελληνικά (el)

Γαλλικό κόρνο

Ετυμολογία

γαλλικό κόρνο  δείτε τη λέξη κόρνο
γαλλικό Ονομάστηκε γαλλικό διότι... λείπει η ετυμολογία

Πολυλεκτικός όρος

γαλλικό κόρνο ουδέτερο

  • (μουσικό όργανο) γαλλικό κόρνο ή απλώς κόρνο. Το πιο συνηθισμένο είδος κόρνου, που συναντάμε στη συμφωνική ορχήστρα και τις μπάντες

Ταυτόσημο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.