αλτικόρνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αλτικόρνο | τα | αλτικόρνα |
| γενική | του | αλτικόρνου | των | αλτικόρνων |
| αιτιατική | το | αλτικόρνο | τα | αλτικόρνα |
| κλητική | αλτικόρνο | αλτικόρνα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

αλτικόρνο
Προφορά
- ΔΦΑ : /al.tiˈkoɾ.no/
Μεταφράσεις
αλτικόρνο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.