cornu
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- cornu < λατινική cornutus
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɔʁ.ny/
Λατινικά (la)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkor.nuː/
Ουσιαστικό
cornu ουδέτερο (& cornu)
- κέρατο
- (συνεκδοχικά) ό,τι μοιάζει με κέρατο:
- κεραίες ημισελήνου
- ακρωτήριο
- κώνος κράνους
- τμήμα (στρατιωτικής) παράταξης
- κορυφή όρους
- (συνεκδοχικά) ό,τι φτιάχνεται από κέρατο
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | cornū | cornŭă |
| γενική | cornūs | cornŭŭm |
| δοτική | cornū | cornĭbus |
| αιτιατική | cornū | cornŭă |
| κλητική | cornū | cornŭă |
| αφαιρετική | cornū | cornĭbus |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.