cornu

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

cornu < λατινική cornutus

Προφορά

ΔΦΑ : /kɔʁ.ny/

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό cornu cornus
θηλυκό cornue cornues

cornu (fr)

  1. κερασφόρος
  2. κερατοειδής

Συγγενικά


Λατινικά (la)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkor.nuː/

Ουσιαστικό

cornu ουδέτερο (& cornu)

  1. κέρατο
  2. (συνεκδοχικά) ό,τι μοιάζει με κέρατο:
  3. (συνεκδοχικά) ό,τι φτιάχνεται από κέρατο

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cornū cornŭă
γενική cornūs cornŭŭm
δοτική cornū cornĭbus
αιτιατική cornū cornŭă
κλητική cornū cornŭă
αφαιρετική cornū cornĭbus
(δ' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.