κολακευτικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
κολακευτικά < κολακευτικός
Επίρρημα
κολακευτικά
- κατά τρόπο κολακευτικό, με επαινετικά λόγια
- κάποιος φίλος μού μίλησε πολύ κολακευτικά γι' αυτόν τον άνθρωπο
Μεταφράσεις
κολακευτικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.