γαλίφης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαλίφης η γαλίφα το γαλίφικο
      γενική του γαλίφη της γαλίφας του γαλίφικου
    αιτιατική τον γαλίφη τη γαλίφα το γαλίφικο
     κλητική γαλίφη γαλίφα γαλίφικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλίφηδες οι γαλίφες τα γαλίφικα
      γενική των γαλίφηδων των γαλίφικων
    αιτιατική τους γαλίφηδες τις γαλίφες τα γαλίφικα
     κλητική γαλίφηδες γαλίφες γαλίφικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαλίφης < από το ιταλικό gaglioffo

Επίθετο

γαλίφης

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.