ντόμπρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ντόμπρος | η | ντόμπρα | το | ντόμπρο |
| γενική | του | ντόμπρου | της | ντόμπρας | του | ντόμπρου |
| αιτιατική | τον | ντόμπρο | την | ντόμπρα | το | ντόμπρο |
| κλητική | ντόμπρε | ντόμπρα | ντόμπρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ντόμπροι | οι | ντόμπρες | τα | ντόμπρα |
| γενική | των | ντόμπρων | των | ντόμπρων | των | ντόμπρων |
| αιτιατική | τους | ντόμπρους | τις | ντόμπρες | τα | ντόμπρα |
| κλητική | ντόμπροι | ντόμπρες | ντόμπρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
- ντομπροσύνη
- ντόμπρα (επίρρημα)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ντόμπρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.