ντόμπρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ντόμπρος η ντόμπρα το ντόμπρο
      γενική του ντόμπρου της ντόμπρας του ντόμπρου
    αιτιατική τον ντόμπρο την ντόμπρα το ντόμπρο
     κλητική ντόμπρε ντόμπρα ντόμπρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ντόμπροι οι ντόμπρες τα ντόμπρα
      γενική των ντόμπρων των ντόμπρων των ντόμπρων
    αιτιατική τους ντόμπρους τις ντόμπρες τα ντόμπρα
     κλητική ντόμπροι ντόμπρες ντόμπρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ντόμπρος < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης dobăr, dobro.[1] πβ. σλοβακικά dobrý (καλός), ρωσικά добрый (καλός)

Επίθετο

ντόμπρος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.