κωμωδός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | κωμωδός | οι | κωμωδοί |
| γενική | του/της | κωμωδού | των | κωμωδών |
| αιτιατική | τον/την | κωμωδό | τους/τις | κωμωδούς |
| κλητική | κωμωδέ | κωμωδοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κωμωδός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κωμῳδός
Μεταφράσεις
κωμωδός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.