κῶμος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

κῶμος αρσενικό

νυχτερινή έξοδος των συμποσιαστών στους δρόμους με λαμπάδες και προσωπίδες, μουσικά όργανα και άσματα· νυκτωδία, καντάδα, το γλέντι.

Παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.