κωδικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κωδικός η κωδική το κωδικό
      γενική του κωδικού της κωδικής του κωδικού
    αιτιατική τον κωδικό την κωδική το κωδικό
     κλητική κωδικέ κωδική κωδικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κωδικοί οι κωδικές τα κωδικά
      γενική των κωδικών των κωδικών των κωδικών
    αιτιατική τους κωδικούς τις κωδικές τα κωδικά
     κλητική κωδικοί κωδικές κωδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κωδικός < κώδικας

Επίθετο

κωδικός

  • που ανήκει ή αναφέρεται στον κώδικα
    κωδική λέξη

Ουσιαστικό

κωδικός αρσενικό

  • (πληροφορική) εν συντομία ο κωδικός πρόσβασης
      Εξίσου κακή τακτική είναι να έχουμε την ίδια φράση με παραλλαγές ανάλογα με το site. Αν ο κωδικός μας για το facebook είναι odhgw.fcbk.Skoda05 και για το twitter είναι odhgw.twitr.Skoda05, ένας από τους κωδικούς αν αποκαλυφθεί, έχουν αποκαλυφθεί όλοι. [1]

Σύνθετα

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.