kodo
Εσπεράντο (eo)
Ετυμολογία
- kodo < kod- + -o
Ουσιαστικό
| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | kodo | kodoj |
| αιτιατική | kodon | kodojn |
kodo (eo)
- ο κωδικός
- jen estas via kodo - ορίστε ο κωδικός σας
- ο κώδικας
- (πληροφορική) ο κώδικας ενός λογισμικού
- libere disvastigata kodo - κώδικας που μοιράζεται ελεύθερα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.