password

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

password < pass + word

Ουσιαστικό

password (en)

Συνώνυμα

Υπώνυμα

  • password στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
  • πρόταση μετάφρασης "διελευτήριο" από ΕΛΕΤΟ

Αναφορές

  1. Lexilogia - Thread: password = συνθηματικό, κωδικός πρόσβασης / εισόδου . Προσπέλαση 2020-05-07
  2. «σύνθημα», «κλειδάριθμος», «διελευτήριο», κλπ. από αναζήτηση «password» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.