κωδικός μιας χρήσης
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κωδικός μιας χρήσης < → δείτε τις λέξεις κωδικός και χρήση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική one-time password
Πολυλεκτικός όρος
κωδικός μιας χρήσης
- (πληροφορική) κωδικός πρόσβασης που ισχύει για μία μόνο σύνδεση (login) ή συναλλαγή (transaction)
- ※ Μία από τις πλέον καινοτόμες προτάσεις, η οποία δείχνει να συνδυάζει την ευκολία με την ασφάλεια, είναι η χρήση των αποκαλούμενων κωδικών μίας χρήσης (One Time Passwords – OTP). Ο κωδικός ισχύει για μία μόνο χρήση και σε κάθε online αγορά αποστέλλεται διαφορετικός, κάτι που εγγυάται τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. [1]
- συντομογραφία: OTP
Υπερώνυμα
Μεταφράσεις
κωδικός μιας χρήσης
Αναφορές
- Οι κωδικοί μιας χρήσης αλλάζουν το e-shopping. Αρχειοθέτηση 2018-03-01. Πρόσβαση 2020-11-21.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.