κυριαρχικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυριαρχικός η κυριαρχική το κυριαρχικό
      γενική του κυριαρχικού της κυριαρχικής του κυριαρχικού
    αιτιατική τον κυριαρχικό την κυριαρχική το κυριαρχικό
     κλητική κυριαρχικέ κυριαρχική κυριαρχικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυριαρχικοί οι κυριαρχικές τα κυριαρχικά
      γενική των κυριαρχικών των κυριαρχικών των κυριαρχικών
    αιτιατική τους κυριαρχικούς τις κυριαρχικές τα κυριαρχικά
     κλητική κυριαρχικοί κυριαρχικές κυριαρχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυριαρχικός < κυριαρχία

Επίθετο

κυριαρχικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται στην κυριαρχία, στην εξουσία, στη δυνατότητα να ελέγχει, να ορίζει κάποιος καταστάσεις
    τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας
  2. που επιθυμεί να κυριαρχεί, ο αυταρχικός
    είναι κυριαρχικός τύπος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.