κυμαινόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυμαινόμενος η κυμαινόμενη το κυμαινόμενο
      γενική του κυμαινόμενου της κυμαινόμενης του κυμαινόμενου
    αιτιατική τον κυμαινόμενο την κυμαινόμενη το κυμαινόμενο
     κλητική κυμαινόμενε κυμαινόμενη κυμαινόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυμαινόμενοι οι κυμαινόμενες τα κυμαινόμενα
      γενική των κυμαινόμενων των κυμαινόμενων των κυμαινόμενων
    αιτιατική τους κυμαινόμενους τις κυμαινόμενες τα κυμαινόμενα
     κλητική κυμαινόμενοι κυμαινόμενες κυμαινόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυμαινόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυμαινόμενος

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.meˈno.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυμαινόμενος

Μετοχή

κυμαινόμενος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Μετοχή

κυμαινόμενος, -η, -ον

  • μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα (κυμαίνομαι) του ρήματος κυμαίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.