κυλικείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυλικείο τα κυλικεία
      γενική του κυλικείου των κυλικείων
    αιτιατική το κυλικείο τα κυλικεία
     κλητική κυλικείο κυλικεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυλικείο < αρχαία ελληνική κυλικεῖον (ράφι για ποτήρια) < κύλιξ < προελληνική [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.liˈci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυλικείο

Ουσιαστικό

κυλικείο ουδέτερο

  • μικρού μεγέθους επιχείρηση, μέσα στο χώρο ιδιωτικής ή δημόσιας υπηρεσίας, η οποία παρέχει τρόφιμα, καφέδες, αναψυκτικά και άλλα είδη, με ή χωρίς χώρο για καθίσματα
      Ακατάλληλα και ανθυγιεινά τρόφιμα, γαριδάκια, πίτσες, σοκολάτες, αναψυκτικά —προϊόντα που θεωρούνται περίπου «επικηρυγμένα» από γιατρούς και διατροφολόγους για τη διατροφή των παιδιών— αναμένεται και φέτος, όπως όλα δείχνουν, να παρελάσουν από τα ράφια των σχολικών κυλικείων της χώρας. (εφ. Ελευθεροτυπία, 11.09.2010)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.