κύλιξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κύλιξ αἱ κύλικες
      γενική τῆς κύλικος τῶν κυλίκων
      δοτική τῇ κύλικ ταῖς κύλιξ(ν)
    αιτιατική τὴν κύλικ τὰς κύλικᾰς
     κλητική ! κύλιξ κύλικες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κύλικε
γεν-δοτ τοῖν  κυλίκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κύλιξ

Ετυμολογία

κύλιξ < προελληνική προέλευση [1]

Ουσιαστικό

κύλιξ θηλυκό

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.