μπαρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπαρ < (άμεσο δάνειο) αγγλική bar < παλαιά γαλλική barre (μπάρα) < δημώδης λατινική barra

άνθρωποι διασκεδάζουν σε μπαρ

τρία ποτήρια με μπίρα πάνω σε μπαρ

λάπτοπ πάνω σε οικιακό μπαρ
Ουσιαστικό
μπαρ ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
Σύνθετα
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
Ετυμολογία 2
- μπαρ < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική bar < αρχαία ελληνική βάρος
Ουσιαστικό
μπαρ ουδέτερο
- (μετεωρολογία) μονάδα μέτρησης της ατμοσφαιρικής πίεσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.