ράφι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ράφι | τα | ράφια |
| γενική | του | ραφιού | των | ραφιών |
| αιτιατική | το | ράφι | τα | ράφια |
| κλητική | ράφι | ράφια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ράφι ουδέτερο
- επίπεδο αντικείμενο προσαρμοσμένο στον τοίχο ή σε έπιπλο που χρησιμεύει για να τοποθετούνται αντικείμενα επάνω σε αυτό
Εκφράσεις
- μένω στο ράφι
Παράγωγα
- ραφάκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
