review
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| review | reviews |
review (en)
- επανάληψη
- η κριτική τέχνης (λογοτεχνική, θεατρική κλπ)
- ↪ television series with good reviews - τηλεοπτικές σειρές με καλές κριτικές
- (δικαστικά) αναθεώρηση (νόμου, δικαστικής απόφασης κλπ)
Ρήμα
| ενεστώτας | review |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | reviews |
| αόριστος | reviewed |
| παθητική μετοχή | reviewed |
| ενεργητική μετοχή | reviewing |
review (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) επαναλαμβάνω, κοιτάζω ξανά κάτι που έχω σπουδάσει, ειδικά για να προετοιμαστώ για εξετάσεις
- ↪ You should review new words constantly.
- Πρέπει να επαναλαμβάνετε τις νέες λέξεις συνεχώς.
- ↪ Let’s review the first chapter.
- Ας επαναλαμβάνουμε το πρώτο κεφάλαιο.
- ↪ You should review new words constantly.
- (μεταβατικό) αναθεωρώ, εξετάζω προσεκτικά κάτι ξανά, ειδικά για να μπορέσω να αποφασίσω αν είναι απαραίτητο να κάνω αλλαγές
- ↪ The government will review the terms of the contract for the construction of the underground railway.
- Η κυβέρνηση θα αναθεωρήσει τους όρους της σύμβασης για την κατασκευή του υπόγειου σιδηροδρόμου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη reconsider
- ↪ The government will review the terms of the contract for the construction of the underground railway.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.