κριτικών
Νέα ελληνικά
(el)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
kɾi.tiˈkon
/
ομόηχα
:
Κρητικών
,
κρητικών
,
κριτικόν
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κριτικών
(
αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
)
γενική
πληθυντικού
του
κριτικός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
κριτικών
θηλυκό
γενική
πληθυντικού
του
κριτική
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.