αυτοκριτική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοκριτική | οι | αυτοκριτικές |
| γενική | της | αυτοκριτικής | των | αυτοκριτικών |
| αιτιατική | την | αυτοκριτική | τις | αυτοκριτικές |
| κλητική | αυτοκριτική | αυτοκριτικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοκριτική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική autocritique < αρχαία ελληνική αὐτός + κριτική (< κρίνω)
Ουσιαστικό
αυτοκριτική θηλυκό
- η κριτική που κάνουμε στον εαυτό μας, κυρίως για λανθασμένες επιλογές ή παραλείψεις
Συγγενικά
- αυτοκριτικά
- αυτοκριτικάρομαι
- αυτοκριτικός
- → δείτε τις λέξεις αυτός, κριτική και κρίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.