κριθαράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κριθαράκι τα κριθαράκια
      γενική
    αιτιατική το κριθαράκι τα κριθαράκια
     κλητική κριθαράκι κριθαράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κριθαράκι αμαγείρευτο.

Ετυμολογία

κριθαράκι < υποκοριστικό του κριθάρι

Ουσιαστικό

κριθαράκι ουδέτερο

  1. είδος ζυμαρικού που μοιάζει με σπόρο κριθαριού ή σταριού
     συνώνυμα: μανέστρα
  2. μικρό εξόγκωμα στην άκρη του ματιού που προέρχεται από φλεγμονή


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.