κριθή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η κριθή
      γενική της κριθής
    αιτιατική την κριθή
     κλητική κριθή
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κριθή < αρχαία ελληνική κριθή < (ίσως) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [1] *gʰr̥yo- ή αρχαία αιγυπτιακή [1]

Ουσιαστικό

κριθή θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • (αρχαιοπρεπές, βοτανική) άλλη μορφή του κριθάρι

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.