κρετινισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κρετινισμός | οι | κρετινισμοί |
| γενική | του | κρετινισμού | των | κρετινισμών |
| αιτιατική | τον | κρετινισμό | τους | κρετινισμούς |
| κλητική | κρετινισμέ | κρετινισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρετινισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική crétinisme < crétin < λατινική christianus < ελληνιστική κοινή χριστιανός (αντιδάνειο) < Χριστός < χριστός < αρχαία ελληνική χρίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰrēy- (χρίω, επαλείφω < *gʰer- (τρίβω)
Ουσιαστικό
κρετινισμός αρσενικό
- (ιατρική) παθολογική διανοητική καθυστέρηση και φυσιολογικός εκφυλισμός λόγω θυρεοειδούς ανεπάρκειας, που συνοδεύεται συχνά από βρογχοκήλη
- (μεταφορικά) ηλιθιότητα, βλακεία
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κρετίνος, χριστιανός, Χριστός και χρίω
Μεταφράσεις
κρετινισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.