κρατοκεντρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κρατοκεντρικός | η | κρατοκεντρική | το | κρατοκεντρικό |
| γενική | του | κρατοκεντρικού | της | κρατοκεντρικής | του | κρατοκεντρικού |
| αιτιατική | τον | κρατοκεντρικό | την | κρατοκεντρική | το | κρατοκεντρικό |
| κλητική | κρατοκεντρικέ | κρατοκεντρική | κρατοκεντρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κρατοκεντρικοί | οι | κρατοκεντρικές | τα | κρατοκεντρικά |
| γενική | των | κρατοκεντρικών | των | κρατοκεντρικών | των | κρατοκεντρικών |
| αιτιατική | τους | κρατοκεντρικούς | τις | κρατοκεντρικές | τα | κρατοκεντρικά |
| κλητική | κρατοκεντρικοί | κρατοκεντρικές | κρατοκεντρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɾa.to.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρα‐το‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο
κρατοκεντρικός, -ή, -ό
- που έχει στο κέντρο των ενδιαφερόντων και της νοοτροπίας του το κράτος, που θεωρεί την ύπαρξη του κράτους σημαντική και υπ’ αυτή την οπτική βλέπει τα πράγματα
- ※ Άλλωστε ο κρατογενής και κρατοκεντρικός χαρακτήρας της Ε.Ε. είναι προφανής (Αντί, τευχ. 804-812. 2004, σελ. 44)
- ※ Το ελληνικό κοσμοσύστημα διακρίνεται σε δύο περιόδους , την κρατοκεντρική και την οικουμενική . Και στις δύο βασικό θεμέλιο και πυρήνα αποτελεί η πόλη ως ανεξάρτητο κράτος στην πρώτη περίοδο και ως αυτόνομη πολιτεία ή κοινότητα στη δεύτερη περίοδο (Σωτηρία Τριαντάρη-Μαρά, Η συμβολή του ελληνικού πνεύματος στην εξάπλωση της ευρωπαϊκής ιδέας, εκδ. Σταμούλη, 2005, σελ. 111)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κρατοκεντρικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.