οπτική
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οπτική | ||
| γενική | της | οπτικής | ||
| αιτιατική | την | οπτική | ||
| κλητική | οπτική | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οπτική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
οπτική θηλυκό
- (φυσική) κλαδος της φυσικής που μελετά το φως
- (οπτική και οπτομετρία) η σπουδή, κατασκευή, ρύθμιση, διόρθωση και πώληση οπτικών ειδών
- (ιατρική) η οφθαλμολογική μελέτη της διαδρομής του φωτός σε υγιή ή μη ιστό, με ή χωρίς βοηθήματα
- (αστρονομία) η αστρονομική μελέτη, ρύθμιση και προγραμματισμός κατόπτρων, φακών
- (μεταφορικά) το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, η μεριά απ' την οποία θεωρούμε τα πράγματα, η θεώρηση
-
οπτική στη Βικιπαίδεια

-
Optics στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Ομώνυμα / Ομόηχα
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.