οπτική

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η οπτική
      γενική της οπτικής
    αιτιατική την οπτική
     κλητική οπτική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οπτική < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

οπτική θηλυκό

  1. (φυσική) κλαδος της φυσικής που μελετά το φως
    • (οπτική και οπτομετρία) η σπουδή, κατασκευή, ρύθμιση, διόρθωση και πώληση οπτικών ειδών
    • (ιατρική) η οφθαλμολογική μελέτη της διαδρομής του φωτός σε υγιή ή μη ιστό, με ή χωρίς βοηθήματα
    • (αστρονομία) η αστρονομική μελέτη, ρύθμιση και προγραμματισμός κατόπτρων, φακών
  2. (μεταφορικά) το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, η μεριά απ' την οποία θεωρούμε τα πράγματα, η θεώρηση

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

οπτική

Ομώνυμα / Ομόηχα

Αναφορές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.