σημαντική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η σημαντική
      γενική της σημαντικής
    αιτιατική τη σημαντική
     κλητική σημαντική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σημαντική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου σημαντικός και δείτε σημασιολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /si.man.diˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σημαντική
ομόηχο: σημαντικοί

Ουσιαστικό

σημαντική θηλυκό

  1. (γλωσσολογία) συνώνυμο του σημασιολογία[1]
  2. σημειολογία,[1] σημειωτική

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σημαντική θηλυκό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.